ξεροψήνω

ξεροψήνω
1. ψήνω κάτι ώσπου να γίνει ξερό, ψήνω κάτι πολύ και σιγά σιγά
2. μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεροψήνω — ξεροψήνω, ξερόψησα βλ. πίν. 1 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεροψήνω — ξερόψησα, ξεροψήθηκα, ξεροψημένος, ψήνω κάτι ώσπου να γίνει ξερό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προφρύγω — Α ξεροψήνω από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φρύγω «ξεροψήνω, φρυγανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • καβουρντίζω — και καβουρδίζω 1. ξηραίνω κάτι με τη φωτιά, ξεροψήνω, φρύγω («καβουρντίζω σιμιγδάλι») 2. τσιγαρίζω («καβουρντίζω κρεμύδια») 3. συνεκδ. υπερθερμαίνω, ψήνω, κατακαίω 4. μτφ. καταταλαιπωρώ, βασανίζω συνεχώς με τον τρόπο μου ή την επιμονή μου.… …   Dictionary of Greek

  • ξεροψήσιμο — το [ξεροψήνω] ψήσιμο φαγητού ώσπου να γίνει ξερό, αργό και υπερβολικό ψήσιμο …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • προφώγνυμι — Α ξεροψήνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + φώγνυμι «ξηραίνω στη φωτιά, ψήνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκφρύγω — Α ξηραίνω με τη φωτιά συγχρόνως, φρυγανίζω ταυτοχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκ + φρύγω «ξηραίνω, ξεροψήνω»] …   Dictionary of Greek

  • υποφώγω — Α ψήνω ελαφρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φώγω «ξεροψήνω»] …   Dictionary of Greek

  • φοξός — ή, όν, ΜΑ μυτερός, σουβλερός («αὐτὰρ ὕπερθεν φοξὸς ἔην κεφαλὴν [ὁ Θερσίτης]», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. επίθ. το οποίο εμφανίζει το επίθημα σός τής καθημερινής γλώσσας (πρβλ. καμψός, λοξός, φριξός). Η σύνδεση με τη λ. φάγρος (Ι)*… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”